- βασανισμός
- οβλ. βασάνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βασανισμός — torture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανισμός — ο (Α βασανισμός) [βασανίζω] μαρτύριο, κάκωση, επώδυνη ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
βασανισμοί — βασανισμός torture masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανισμοῦ — βασανισμός torture masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανισμούς — βασανισμός torture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανισμόν — βασανισμός torture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXURERE — apud Arnob. advers. Gentes l. 1. Exuitis nos bonis torquetis, dilaceratis, exuritis, et ad extremum nos feris et belluarum laniatibus obiectatis: non notat ipsum vivicomburium,quo saepe Christi milites ἐτελειώθησαν; sed unum ex tormentorum… … Hofmann J. Lexicon universale
αίκισμα — αἴκισμα, το (Α) [αἰκίζω] 1. κακή μεταχείριση, κάκωση, βασανισμός 2. στον πληθ. φρ. «αἰκίσματα νεκρῶν», ακρωτηριασμένα πτώματα … Dictionary of Greek
κακοποίηση — η (AM κακοποίησις) [κακοποιώ] νεοελλ. 1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη 2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά 3. βιασμός, ατίμωση διά τής βίας 4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση τής αλήθειας») μσν.… … Dictionary of Greek
κριτηρεμός — κριτηρεμός, ὁ (Μ) [κριτηρεύ(γ)ω] βασανισμός, βασανιστήριο … Dictionary of Greek